παρασκευάζοντας

παρασκευάζοντας
παρασκευάζω
pres part act masc acc pl
παρασκευάζω
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… …   Dictionary of Greek

  • αμορφόφαλλος — (amorphophallus). Ποώδη πολυετή φυτά της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών των θερμών χωρών. Έχουν κονδυλώδεις ρίζες, πλούσιες σε άμυλο, γι’ αυτό και τις χρησιμοποιούν ως τροφή, είτε νωπές είτε παρασκευάζοντας αλεύρι. Ο βλαστός και τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”